- ἁλουργίδιον
- ἁλουργ-ίδιον, τό, Dim. of ἁλουργίς, Antiph.310(also attrib. to Ar., Fr.741: vv. ll. ἁλουργαῖον, ἁλουργιαῖον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλουργίδιον — ἁλουργίδιον, το (Α) [ἁλουργίς] υποκοριστικό τού ἁλουργίς* … Dictionary of Greek
αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] … Dictionary of Greek